ACCUMULATE - translation to αραβικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ACCUMULATE - translation to αραβικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Accumulations; Accumulate; Accumulates; Accumulated; Accumulating; Accumulation (disambiguation)

ACCUMULATE         

الفعل

حَوَّشَ ; اِدَّخَرَ ; اِذَّخَرَ ; اِكْتَنَزَ ; جَمَعَ ; اِخْتَزَنَ ; جَمَّعَ ; اِحْتَفَظَ بِـ ; خَزَنَ ; خَزَّنَ ; ذَخَرَ ; رَكَمَ ; كَدَّسَ ; كَنَزَ ; كَوَّمَ

accumulate         
فِعْل : يُكدِّس . يَرْكُم. يتكدّس . يتراكم
accumulate         
VT
كدس جمع
I
تكدس ، تراكم تجمع

Ορισμός

accumulate
(accumulates, accumulating, accumulated)
When you accumulate things or when they accumulate, they collect or are gathered over a period of time.
Households accumulate wealth across a broad spectrum of assets...
Lead can accumulate in the body until toxic levels are reached.
= build up
VERB: V n, V

Βικιπαίδεια

Accumulation

Accumulation may refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ACCUMULATE
1. "It took so long" to accumulate her things, she explained.
2. They like to accumulate runs, rather than be a dasher.
3. High levels of methane accumulate at such depths. «
4. High levels of methane accumulate at such depths.
5. All these details accumulate and that‘s what makes the difference.